- Αἰνησίας
- Αἰνησίᾱς , Αἰνησίηςmasc acc plΑἰνησίᾱς , Αἰνησίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αινησίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έφορος στη Σπάρτη κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (τέλη 5ου αι. π.Χ.). 2. Μαθητής του Θεόφραστου (αρχές 3ου αι. π.Χ.) … Dictionary of Greek